Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Ο ΓAΜΟΣ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ


«ΛΙΣΒΟΡΙΑΝΟΣ ΓΑΜΟΣ».


Με τούτη τη φράση θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την αναφορά μας στα ήθη και τα έθη που αφορούν και έχουν σχέση με το ΓΑΜΟ στο Λισβόρι.
Μεγάλος στην ηλικία Λισβοριανός που πέρασε και γνώρισε πολλά, μας είπε πως παλαιότερα όταν κάπου γινόταν ένας πλούσιος και χλιδάτος, με πολλά γλέντια, φαγητά και χορούς γάμος, λέγανε πως έγινε «Λισβοριανός γάμος».
Αυτό σημαίνει πως ο γάμος στο Λισβόρι από πολύ παλιά, πέρα βέβαια από Μυστήριο που όλοι το προσέγγιζαν και το τιμούσαν με περισσή ευλάβεια ήτανε και ένα κοσμικό γεγονός με αρκετά μεγάλο βεληνεκές όχι μόνο για την κοινωνία του χωριού αλλά και της ευρύτερης περιοχής.
Ένα δρώμενο που εμπλέκει όλο το χωριό και που ξεκινούσε με τη γνωριμία – αρραβώνα, για να καταλήξει στο «Χορό του Ησαΐα», μέσα στον «Άγιο Γιάννη» και πιο παλιά ακόμα στα σπίτι και να συνεχιστεί για αρκετές μέρες μετά αλλά και για μια ολόκληρη ζωή.
Βέβαια δεν παραβλέπουμε πως τα χρόνια εκείνα κυριαρχούσε ο γάμος «επιχείρηση» Το παζάρεμα ανάλογα με το τι έχει η νύφη κυρίως, αλλά και ο γαμπρός, «αν η νύφη κρατούσε από μεγάλο τζάκι», αφού ουσιαστικά επιδιωκόταν η ένωση δύο περιουσιών και ήτανε ψεγάδι ένας πλούσιος γαμπρός να πάρει μια φτωχιά νύφη ή και το αντίθετο.
Ο γάμος «εξ έρωτος», (στον οποίο δεν εξεταζόταν τα περιουσιακά στοιχεία), έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Κατά κανόνα δε λογαριάζεται η γνώμη και τα αισθήματα των « προς Γάμου κοινωνίαν», των παιδιών, αλλά η γνώμη των γονέων και κυρίως του πατέρα. Από δε τη γνώμη και τις απόψεις αυτών για χωράφια, λεφτά και περιουσίες εξαρτιόταν και ο γάμος των παιδιών τους.
Τέλος έχουμε και «το νοσοκομειακό γάμο», (που γινόταν ανάμεσα σε άτομα προχωρημένης ηλικίας, - υπάρχουν περιπτώσεις σε διαφορά ηλικίας ακόμα και είκοσι χρόνων - οπότε φροντίζει η γυναίκα, νοσοκόμα, τον άνδρα).
Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, αφού κατά πρώτο λόγο, το αποφάσιζε ο άνδρας και επιθυμούσε το γάμο, το λόγο είχαν οι προξενήτρες - προξενητάδες μια και οι προγαμιαίες σχέσεις ανάμεσα στους άμεσα ενδιαφερομένους όχι μόνο ήταν κάτι το απαγορευμένο και δεν επιτρεπόταν, αλλά και όταν αυτές υπήρχαν, και υπήρχαν όπως είναι φυσικό, αλλά εν απολύτω σιωπή και ιεροκρυφίως.. Αν μαθαινόταν κάτι τέτοιο, στο χωριό γινόταν μεγάλο σούσουρο. Στις γειτονιές και στα νυχτέρια δεν είχανε άλλη από αυτή τη συζήτηση και η κάθε μια έλεγε το μακρύ της και το κοντό της. Η κοπέλα κυρίως, στιγματιζόταν και τη χαρακτήριζαν με μπόλικα όχι και τόσο ευπρεπή επίθετα
Τότε έρχεται «ο από μηχανής θεός» για να δώσει τη λύση. Οι δύο νέοι άμεσα έπρεπε να κανονίσουν τα του αρραβώνα και τα του γάμου τους.. Διαφορετικά η κατάσταση διαμορφωνόταν πολύ προβληματική ιδίως για την κοπέλα και την οικογένειά της. Και όχι μόνο προβληματική, αλλά είχε και άμεσες συνέπειες για την αποκατάστασή της, αφού «βγήκε το όνομά της», και κανένας δεν θα ήθελε να πάρει μια γυναίκα «που ακούστηκε» με άλλον. Εδώ βέβαια επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό και οι συμβουλές που έδιναν οι γονείς και οι συγγενείς στο νέο και η γενικότερη νοοτροπία που καθόριζε την απόφαση του για την εκλογή του συζύγου. Έτσι λοιπόν, ενώ ο άνδρας θεωρούταν έξυπνος και «άνδρας» αν είχε πολλές «γιαβουκλούδις» - ήταν ένα συν γι’ αυτόν –, αν η γυναίκα είχε κάποια σχέση πριν από το γάμο, ήτανε ψεγάδι και δεν την προτιμούσαν για νύφη.
Λένε στο χωριό για μια δασκάλα που έκανε μάθημα στα παιδιά μιας οικογένειας. Οι γονείς των παιδιών χώρισαν για άλλους δικούς τους λόγους, κάποιοι όμως συκοφάντησαν τη δασκάλα, που ήταν εξαίρετος άνθρωπος, και χαρακτήρας και έτσι δεν μπόρεσε ποτέ να παντρευτεί.
Κάποια γνωριμία ή καλύτερα κάποιο πλησίασμα ανάμεσα στους νέους γινότανε με τις διάφορες εκδηλώσεις στο χωριό με επίκεντρο βέβαια την εκκλησιαστική ζωή. Για παράδειγμα σε πανηγύρια, σε γάμους και σε άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις έβλεπαν (από μακριά πάντα) ο ένας τον άλλον και πλεκόταν το ειδύλλιο. Ακόμα και η βόλτα – νυφοπάζαρο – που γινότανε στην είσοδο του χωριού (γίνεται ακόμα και σήμερα στο ίδιο μέρος), και στην αυλή της Εκκλησίας ή και στα ξωκκλήσια, σε γιορτές και πανηγύρια, οι νέοι αντάλλασσαν ματιές, χαμόγελα και γνεψίματα, στα κρυφά. Αν τύχαινε να είναι περίοδος του Πάσχα, ο νέος που είχε πάρει κάποιο μεγαλύτερο θάρρος έστω και από ένα χαμόγελο, έστελνε στην κοπέλα με ένα μικρό παιδί, για να μην μαθευτεί, το μαντήλι του με κόκκινα αυγά και αυτό αποτελούσε εκδήλωση της αγάπης του. Αν η κοπέλα συμφωνούσε ανταπέδιδε το δώρο.
Γινόντουσαν και οι περίφημες καντάδες τη νύχτα στα σκοτεινά κάτω απ’ το παράθυρο της κοπέλας με όμορφα ερωτικά τραγούδια.



Όμορφο τριαντάφυλλο και κεμερζί βαμμένο
Πολλές αγάπες έκανα, μα μ’ έχεις σκλαβωμένο.

Κρυφά ’χω την αγάπη σου και δεν το φανερώνω
Να μην γνωρίζει άνθρωπος, με τι μεράκι λιώνω.

Κυπαρισσάκι μ’ αψηλό με το σταυρό στη μέση
Όποιος λέ’ δε σ’ αγαπώ η γλώσσα του να πέσει.

Όχου γλυκά που σ’ αγαπώ σαν το νερό που τρέχει
Σαν το Γιορδάνη ποταμό που στερεμό δεν έχει.

Γι’ ήλιους τσι του φιγγαράκ’ συμφουνήσανι τα δυο
Τσι σου χαρίσανι μικρόμ’ τσι τα’ χάρις πούχιν τσι τα δυο.


Μαλαματένι μου σταυρέ βιλούδο θα σε ντύσω
Να συ φουρώ στο στήθος μου να μη σε λησμονήσω.

-Γιατί καρδιά μου αγκομαχείς, γιατί βαριοστενάζεις,
Βαρύ γουμάρι δε κρατείς, βουνά δεν ανεβαίνεις;

-Κάλλιο να ’νέβαινα βουνό να σήκουνα γουμάρι,
Παρά τα μάτια π’ αγαπώ άλλους να μου τα πάρει.

Ανάμισα στα φρύδια σου, είνι μπαχτσές μι τ’ άνθη,
Και μπήκα και σεργιάνισα κι ο λογισμός μου εχάθη.

Να σ’ αγαπώ είν’ όνειρο, να σ’ αρνηθώ λυπούμαι,
Να σ’ απολάψου δε μπουρώ γι’ αυτό παραπουνούμαι.


Στην περίπτωση αυτή που είχε αναπτυχθεί κάποιος συναισθηματικός δεσμός, οι προξενήτρες στέλνονται τυπικά για να επισημοποιήσουν τη σχέση τους, να πάρουν τη συγκατάθεση των γονιών και να ακολουθήσουν οι αρραβώνες. Αν όμως τα κριτήρια και τα κίνητρα για το γάμο ήταν διαφορετικά (κυρίως οικονομικά) και δεν υπήρχε κανένας δεσμός συναισθηματικός ανάμεσα στους δύο νέους, οι προξενήτρες έπαιζαν ρόλο πρωταρχικό.



ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΟ
ΤΑ ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΑ

Όταν έκλεινε τη συμφωνία στο σπίτι της νύφης ο προξενητής ή η προξενήτρα. Ο πατέρας δήλωνε ότι είχε να δώσει στην κόρη του για προίκα. Κάποιες φορές μάλιστα τα σημείωναν σε ένα πρόχειρο χαρτί κι αφού πλέον ο γαμπρός προχωρούσε στον αρραβώνα μαζεύονταν οι συμπέθεροι και τα αδέλφια για να κλείσει επίσημα πλέον η συμφωνία με τη σύνταξη του προικοσύμφωνου. Στις πιο ευκατάστατες οικογένειες για τη συγγραφή και την εγκυρότητα του προικοσύμφωνου συμμετείχε ο νοτάριος δηλαδή ο συμβολαιογράφος.
Τα προικοσύμφωνα ξεκινούσαν πάντα με την επίκληση της Αγίας Τριάδας. Σε πολλά απ’ αυτά στο πάνω μέρος σχεδίαζαν το σταυρό με το Ιησούς Χριστός Νικά. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η μελέτη τέτοιων προικοσυμφώνων για συγκεκομμένο τόπο από την οποία ο μελετητής μπορεί να βγάλει συμπεράσματα για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ανθρώπων στη συγκεκριμένη εποχή. Τα προικοσύμφωνα είναι κείμενα λαϊκά ανορθόγραφα γραμμένα και ασύνταχτα, όπου κυριαρχεί το γλωσσικό ιδίωμα του τόπου και δίνουν πάμπολλες πληροφορίες για την οικιακή οικονομία, την ενδυμασία, την κτηματική ορολογία κλπ.
Όλα τα προικοσύμφωνα τελειώνουν με την ευχή των γονέων και τις υπογραφές τους, που όμως επειδή πολλοί ήταν αγράμματοι υπέγραφαν και κάποιοι μάρτυρες. Σε περίπτωση που ο αρραβώνας διαλυόταν τότε ο νοτάριος συνέτασσε έγγραφο σύμφωνα με το οποίο ακυρωνόταν το προικοσύμφωνο. Όταν υπογραφόταν το προικοσύμφωνο ακολουθούσε σε στενό οικογενειακό κύκλο τραπέζι και γλέντι.


(«ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ» ΤΕΥΧΟΣ 55 ΙΑΝ. – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2009 σελ. 19).


ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ


Μόλις λοιπόν η κοπέλα – κυρίως η κοπέλα μια και τις κόρες τις θεωρούσανε κατά κάποιο τρόπο βάρος που έπρεπε να βγει – έφτανε σε ηλικία γάμου οι γονείς άρχιζαν να σκέπτονται για την αποκατάστασή της. Εδώ αφού τα προσωπικά αισθήματα των παιδιών ήταν κάτι το απαγορευμένο τον πρώτο λόγο είχε η απόφαση του πατέρα αλλά και μιας δυναμικής μητέρας.
Πιάνουν δουλειά λοιπόν οι προξενητάδες. Ο προξενητής ή η προξενήτρα - πρόσωπο εμπιστοσύνης της οικογένειας που στέλνει το προξενιό – υπάρχουν βέβαια και οι γνωστές επαγγελματίες προξενήτρες – αναλαμβάνουν να μεταφέρουν την επιθυμία της μιας οικογένειας στην άλλη. Μαζί με την πρόταση θα δοθούν και οι πρώτες πληροφορίες για την προίκα, της νύφης κυρίως, σε μετρητά, σπίτια και κτήματα. Θα δώσει μια προθεσμία για να σκεφτεί το πράγμα η οικογένεια του γαμπρού και θα ξαναπεράσει για να πάρει την τελική απόφαση.
Παρόμοια τα πράγματα και στην περίπτωση που ο γαμπρός στέλνει προξενιό στη νύφη.
ΜΕΛΙ ΜΕ ΚΑΡΥΔΙΑ
Η προξενήτρα - ή ο προξενητής - έπαιρνε μαζί του κάτι γλυκό συνήθως ζάχαρη και καραμέλες για να γλυκαθεί και να πιάσει το προξενιό. Αυτά βέβαια τα γλυκά, αν και λείψανε οι προξενιές και οι προξενήτρες, διατηρούνται και στις ημέρες μας από τις πρώτες στιγμές που αρχίζουν τα «κοντέματα» τις μιας οικογένειας με την άλλη, για να γλυκαθούν οι στιγμές και να πάνε όλα κατ’ ευχήν και με γλύκα.
Ποτέ δεν ξεχνά βέβαια να μπει στο σπίτι με το δεξί πόδι.
Αν τώρα η απόφαση που θα πάρει η οικογένεια που της πήγε το προξενιό είναι αρνητική θα δοθούν τότε δικαιολογίες, πως δεν έχουμε ακόμα καιρό για γάμους, πως δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι, πως δεν έχουμε φέτος μαξούλια και άλλα παρόμοια.
- «Καλό τσι άξιου του παλκάρ, αλλά έν έχουμι τσιρό για γάμ»
ΚΕΡΑΣΜΑΤΑ
Αν όμως από την πλευρά της νύφης συμφωνούσαν και ήθελαν το γαμπρό, έλεγαν το «ναι» αλλά ερχόταν και η απαραίτητη ώρα της συζήτησης για την προίκα. Η προξενήτρα από μέρος του γαμπρού διαπραγματευότανε τι θα δώσει ο πατέρας της νύφης «για να κλείσει η δουλειά». Για να παντρευτεί μια γυναίκα έπρεπε να έχει προίκα και ήτανε πολύ σπάνιο να αποκατασταθεί ένα κορίτσι χωρίς ή με λιγοστή προίκα και με μόνη προϋπόθεση τον έρωτα.
Η γυναίκα κατά τις τότε αντιλήψεις δεν ήταν εργαζόμενη, δεν είχε κάτι δικό της, δεν είχε τα δικά της χρήματα, πήγαινε στα χωράφια, ακόλουθος του άνδρα της, διαφέντευε το σπίτι και τα μωρά και παρόλα αυτά δεν λογαριαζόταν πως προσέφερε αρκετά στο σπίτι. Ήτανε λοιπόν φορτίο βαρύ για τον πατέρα ο οποίος απαραίτητα έπρεπε να το βγάλει τούτο από πάνω του. Έδινε λοιπόν την προίκα στον γαμπρό, που βέβαια την απαιτούσε η προξενήτρα, πριν καν προχωρήσει το πράγμα και πριν από οτιδήποτε άλλο, για να προχωρήσουν στον αρραβώνα. Και αν ο γαμπρός ήτανε παραπάνω έξυπνος και αρπαδόρος κοίταζε τι θα κερδίσει περισσότερο απ΄ το μέλλοντα πεθερό του. Μάλιστα όσα περισσότερα είχε ο πατέρας της νύφης τόσο περισσότερα απαιτούσε ο γαμπρός. Να πούμε πως κατά κανόνα και κατά τις τότε αντιλήψεις και τη θέση της γυναίκας στην τότε κοινωνία, μόνο η νύφη έπρεπε να δώσει ενώ ο γαμπρός και τίποτα να μην είχε δεν έπαιζε και κανένα ρόλο. Απαραίτητο να έχει σπίτι η νύφη αλλά και κατά δεύτερο λόγο ρουχισμό, οικιακά σκεύη, λιοκτήματα και ζώα. Ζητούσανε βέβαια και το απαραίτητο «μέτρημα», χρήματα μετρητά για να κλείσει η δουλειά και να δοθούν τα χέρια.
Κείνα τα χρόνια σε αρκετές περιπτώσεις στην προικοδοσία συνεισέφεραν και οι συγγενείς, κυρίως ο νουνός, αλλά και γείτονες και άτεκνες οικογένειες για να μεγαλώσει η προίκα και να «γίνει η δουλειά».
- Θα δώσω κι εγώ, έλεγαν, δυο ιλιές (δένδρα), ένα σ’νι (χάλκινο ταψί με χαμηλά χείλια), ένα μπακιρκό, δυο ζευγάρια σιντόνια…»…
Όλα αυτά είναι καταγραμμένα στα προικοσύμφωνα.
Ακόμα και σήμερα μέσα σε λιοκτήματα βρίσκονται δυο – τρία δένδρα που ανήκουν σε κάποιον άλλον. Είναι η προίκα που δόθηκε απ’ το νουνό ή άλλα συγγενικά πρόσωπα για να κλείσει όπως είπαμε η δουλειά και να μην χάσουν το γαμπρό.
ΕΔΩ ΘΑ ΚΕΡΑΣΤΟΥΜΕ
Τα προικοσύμφωνα συντάσσονταν τις παραμονές του γάμου συνήθως στο γραφείο της Εκκλησίας. Το συνέτασσε ο παπάς της ενορίας, σαν πρόσωπο εμπιστοσύνης, ή κάποιο άλλο γραμματιζούμενο πρόσωπο, με τους άμεσα ενδιαφερόμενους και τους απαραίτητους μάρτυρες, όπως γίνεται μια συμβολαιογραφική πράξη σήμερα. Μερικές φορές τύχαινε να χαλάσει ο γάμος τις παραμονές γιατί ο πατέρας δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του γαμπρού. Έχουμε και περιπτώσεις που εκβιαστικά ο γαμπρός, τη τελευταία στιγμή μεγάλωνε τις απαιτήσεις του ζητώντας όλο και περισσότερα από τον πεθερό του, «απανουπρούτς», γιατί διαφορετικά δεν θα γινότανε ο γάμος.
Αφού λοιπόν πρώτα συμφωνούσαν για την προίκα – ο προξενητής από μέρους του γαμπρού και οι γονείς της νύφης- έκλεινε το παζάρεμα και ερχότανε η σειρά της επισημοποίησης με τα κεράσματα στα οποία βέβαια στην πρωτοκαθεδρία ήταν οι προξενητάδες.
Ο πατέρας της νύφης χαρούμενος που θα φύγει το βάρος της κόρης από πάνω του, έριχνε τρεις πιστολιές «μες του πκαρί» -το καπνοδόχο στο τζάκι που όλα τα σπίτια τότε διέθεταν- για να διώξει τα κακά πνεύματα. Έτσι μαθαινότανε και στο χωριό ο αρραβώνας, αφού όλες αυτές τις ημέρες, όλα τα πήγαινε – έλα και οι διαπραγματεύσεις γινόντουσαν στα κρυφά. Οι πιστολιές λοιπόν ήταν το ξαφνικό επισφράγισμα «της δουλειάς» και η επίσημη ανακοίνωσή της στο χωριό. Έτσι με την επάυριο καθώς οι χωριανοί έδιναν τα συχαρίκια στον πατέρα της νύφης και απορημένοι τον ρωτούσαν: «Βρε πότι γίντσι γη δλεια τσι δε πήραμι χαμπάρ»;, Εκείνος απαντούσε με καμάρι: «Τώρα απού μέρις ήνταν για να γέν αλλά να…χτες πια τα τιλειώσαμι»!
Αφού λοιπόν έριχνε τις πιστολιές ο πατέρας της κοπέλας, πήγαινε ο γαμπρός με τους πιο στενούς του συγγενείς για να «χαιρετήσουν» τον αρραβώνα όπου τους κέρναγε η νύφη μέλι που το είχε μέσα σε μια πιατέλα στολισμένο με μύγδαλα. Εκεί στο σπίτι της νύφης θα καθόντουσαν όλοι μαζί και θα έτρωγαν κάτι πρόχειρο μια και δεν υπήρχαν προετοιμασίες αφού υποτίθεται ότι όλα έγιναν ξαφνικά.
Το μέλι το έπαιρνε ο καθένας με το δικό του κουταλάκι απ’ την ίδια πιατέλα, έθιμο που διατηρείται και σήμερα, και το κουταλάκι το έβαζε στο ποτήρι του νερού απ’ το οποίο έπινε.
Την επομένη η νύφη με τη μητέρα της και τους συγγενείς της θα επισκεφθεί την πεθερά για να γνωριστεί και με τα σόγια του γαμπρού. Τα δώρα της νύφης στην πεθερά είναι η «πλατσέτα», μέλι, ψωμί και ένα «κμαρ» νερό. Από το μέλι αυτό η πεθερά θα κεράσει όποιον θα πάει να την επισκεφτεί και να την συγχαρεί. Με μέλι κερνάνε και στο σπίτι της νύφης τους επισκέπτες και όλοι εύχονται τα καθιερωμένα σ’ αυτές τις περιπτώσεις. « Όσου γλυκό είνι του μέλ’ τόσου γλυτσιά να είνι τσι γι αγάπ’ σας».
Την επίσκεψη αυτή της νύφης στα πεθερικά ανταπέδιδε και ο γαμπρός, πηγαίνοντας στο σπίτι της νύφης μια πανέρα με καλά ψάρια, ένα ψητό αρνί στολισμένο με χρυσή ζελατίνα, φόρεμα και άλλα δώρα για τη νύφη, «ρούσκου» στην πεθερά (είδος υφαντού πουκάμισου που έδενε μπροστά και πίσω ήτανε σουρωτό) και στον πεθερό υφαντό στην κρεβατή (αργαλειό) πουκάμισο. Έτσι ο γαμπρός άνοιγε το δρόμο για να μπορεί να επισκέπτεται οπότε ήθελε το σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του. Κάθε φορά δε που πήγαινε φρόντιζε κα κρατά και τα ανάλογα δώρα και η γειτονιά που τώρα η αποκλειστική της δουλειά ήτανε να παρατηρεί, να ξουμπλιάζ», τα πήγαινε και τα έλα αποφαινόταν πως ο γαμπρός είναι καλός και κουβαλητής. Αυτό βέβαια είναι και το βασικό προτέρημα του γαμπρού.
Στο χωριό τα σχετικά με την προικοδοσία της νύφης μαθαινόντουσαν από τους προξενητάδες, τα σόγια του γαμπρού και τους συγγενείς. Όλοι γνώριζαν πόσα κιλά λάδι έταξε ο πατέρας της νύφης στο γαμπρό, πόσα δέντρα, πόσα κτήματα. Όλα τα μάθαινα και με κάθε λεπτομέρεια. Έτσι και με όλες τούτες τις δημοσιοποιήσεις ό πατέρας της νύφης ήτανε πια και υποχρεωμένος να τηρήσει τις υποσχέσεις του αφού ένα ολόκληρο χωριό και τα περίχωρα ήσαν γνώστες των πραγμάτων.
Μια αρραβώνα δε που τα κίνητρα της ήτανε αποκλειστικά οικονομικά ήτανε και πολύ εύκολο να χαλάσει αν ο πατέρας της νύφης αθετούσε τους λόγους του και δεν έδινε όλα τα συμφωνημένα. Η δε κοινή γνώμη είναι με του γαμπρού το μέρος που με το δίκιο του «χάλασε τη δουλειά», αφού ο πεθερός δε στάθηκε στο λόγο του.
Παράλληλα δε με τις συμφωνίες για την προίκα αποφασιζόταν και η ημερομηνία της επίσημης μέρας του αρραβώνα, ο χρόνος που θα διαρκέσει, αλλά και η μέρα του γάμου και ο γαμπρός ανελάμβανε και τις δικές του ευθύνες στα θέματα αυτά. Πάντως το πιο συνηθισμένο είναι να κρατήσει αρκετά η περίοδος του αρραβώνα για να έχει τον καιρό η νύφη να ετοιμαστεί, αλλά και ο γαμπρός αν είχε ανύπαντρες αδελφές να φροντίσει και γι’ αυτές, να φροντίσει για την αποκατάστασή τους και μετά να παντρευτεί κι αυτός. Στην οικογένεια υπάρχει ένα αυστηρό τυπικό, μια σειρά απαράβατη και είναι πολύ υποτιμητικό να παντρευτεί πρώτα ο αδελφός και ν’ αφήσει πίσω του ανύπαντρες αδερφάδες. Ο αδελφός είναι υποχρεωμένος να φτιάξει σπίτι στις αδελφές του, αν ο πατέρας δε μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του. Υπάρχουν περιπτώσεις στο χωριό που ο αδελφός ξενιτεύεται για να μπορέσει να βρει κάποια χρήματα και να εξασφαλίσει σπίτια για τις αδελφές του. Πάντως για το χρόνο που θα κρατούσε ο αρραβώνας ήτανε προσυμφωνημένο. ¨Όμως παρά την άποψη ότι ένας μακρύς αρραβώνας δεν είναι υπέρ μιας σχέσης τις περισσότερες φορές κρατούσε αρκετό καιρό αφού αρκετά ήσαν και τα προβλήματα.



Προίκες και προικοσύμφωνα

Το κείμενο είναι του Γιώργου Αλβανού



Στη νεοελληνική οικογένεια τα παιδιά παντρεύονταν κατά σειρά ηλικίας.0ι θυγατέρες προηγούνταν κι ακολουθούσαν τα παλικάρια, με τη σειρά τους κι αυτά. Ήταν ατιμωτικό για τον άντρα να παντρευτεί πρώτος και ν’ αφήσει αδελφή μεγαλύτερη ή μικρότερη ανύπαντρη. Πολλά παλικάρια έμεναν ανύπαντρα, γιατί δεν μπόρεσαν ν’ αποκαταστήσουν τις αδελφές τους.
Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα (1920) η φροντίδα για τον γάμο των παιδιών ήταν μέλημα και καθήκον των γονιών και μάλιστα του πατέρα. Αυτός έπρεπε να δώσει την τελική συγκατάθεση, « να γίνει η γνώμη του » , « να δώσει την ευχή του » .Το έθιμο αυτό στηριζόταν στο αίσθημα ευθύνης των γονιών να στεριώσουν κοινωνικά και οικονομικά τα παιδιά τους, που έφτιαχναν καινούργια οικογένεια ,και στην υποχρέωση, που εθιμικά αναλάβαιναν, να δώσουν σ’ αυτά ένα μέρος της περιουσίας τους, κινητής ή ακίνητης, με τη μορφή της προίκας.
Ο θεσμός της προικοδότησης των θυγατέρων είναι πανάρχαιος και από τα ομηρικά χρόνια φτάνει μέχρι την εποχή μας .Για αιώνες αμέτρητους από τα φυσικά και επίκτητα προσόντα της νύφης (ομορφιά, ψυχική και πνευματική καλλιέργεια κτλ.) το πρώτο που εξεταζόταν ήταν η προίκα της. Η απροίκιστη ήταν κοινωνικά κατώτερη και δύσκολα βρισκόταν γαμπρός να τη ζητήσει σε γάμο.
Η γυναίκα δεν εργαζόταν. Τα βάρη του γάμου τα σήκωνε αποκλειστικά και μόνο ο άντρας. Αυτός είχε την υποχρέωση να συντηρεί τη σύζυγό του , ανάλογα με την κοινωνική της θέση , και να μεγαλώνει , με ανάλογο τρόπο και πάλι , τα παιδιά του. Η προίκα της γυναίκας αποτελούσε τη συνεισφορά της στον οικογενειακό προϋπολογισμό και μια ελάφρυνση του συζύγου από τα οικονομικά βάρη της οικογένειας.
Από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια ( 5ος αι. μ.Χ.) για τη σύσταση της προίκας συντάσσονταν προικώα έγγραφα. Η συνήθεια αυτή κράτησε σε όλη τη βυζαντινή περίοδο και συνεχίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας .Τα έγγραφα αυτά ονομάζονταν προικοσύμφωνα (αλλού προικοχάρτια, αρραβωνοχάρτια κτλ.) και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας συντάσσονταν από κληρικούς, ιερείς ή μοναχούς, που εφάρμοζαν το οικογενειακό δίκαιο στους υπόδουλους Έλληνες. Η σύνταξή τους γινόταν πάντα με παρουσία μαρτύρων, που ήταν υποχρεωμένοι να υπογράψουν το προικοσύμφωνο. Το προικοσύμφωνο συντασσόταν πριν από τον γάμο. Η προίκα παραδινόταν στον γαμπρό πριν από τη στέψη.
Περιλάμβανε είδη ρουχισμού , έπιπλα, οικιακά σκεύη, κοσμήματα, ζώα (πρόβατα, βόδια), νομίσματα κ.ά.. Περιλάμβανε βέβαια και όλα τα ακίνητα ( σπίτια, αμπέλια, χωράφια, ελαιοκτήματα κτλ.),που περιγράφονταν με κάθε λεπτομέρεια ( θέση, έκταση , γείτονες κτλ.). Ο σύζυγος είχε την υποχρέωση να διαχειρίζεται καλά την προίκα της συζύγου και να φροντίζει για τη διατήρηση και την ακεραιότητά της. :εν είχε το δικαίωμα να εκποιήσει ή με άλλο τρόπο να παραχωρήσει κάποιο από τα προικώα ακίνητα. Η κυριότητα των ακινήτων ανήκε στη σύζυγο και μόνο την επικαρπία είχε ο σύζυγος .Αν πέθαινε ο σύζυγος ή αν χώριζε το ανδρόγυνο, η προίκα έμενε στη γυναίκα ως ιδιοκτησία της. Αν πέθαινε η σύζυγος, τότε ένα μέρος της προίκας κληρονομούσε ο σύζυγος και το μεγαλύτερο μέρος κληρονομούσαν τα παιδιά. Αν το αντρόγυνο δεν είχε αποχτήσει παιδιά, τότε η προίκα γύριζε στον προικοδότη, αν ζούσε, ή στους νόμιμους κληρονόμους του.

http://www.vasilika-lesvos.gr/pdf/proikes.pdf



*Ο Γιώργος Αλβανός είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός, συγγραφέας, διετέλεσε μέλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και Σχολικός Σύμβουλος. Έχει δημοσιεύσει πολλές λαογραφικές μελέτες.



Στη συνέχεια δημοσιεύουμε ένα Λισβοριανό προικοσύμφωνο του 1895, που το βρήκαμε στην τέως Κοινότητα Λισβορίου.


Το κείμενο στη διατύπωση και την ορθογραφία του είναι όπως και το πρωτότυπο.




Ένα προικοσύμφωνο του 1895


Ευρέθη στην κοινότητα Λισβορίου


Πράξις 1 / ΙΙροικοσύμφονον






Σήμερον την ενάτην του μηνός Ιανουαρίου του έτους 1895 ημέραν της εβδομάδος δευτέραν προσκληθείς ο υποφαινόμενο: εφημέριος του χωριού Λισβορίου εις την οικοίαν του Δημητρείου Ιωάννου Σακάτη όπου ήτον και ο Ευστράτιος Ιιωάννου Τσησούλη ήκουσα παρ' αυτόν εγώ τε και οι επίσης προς τούτα προσκλιθέντες και μετ' εμού συνεποφαινόμενοι αξιότιμοι τ’ ακό¬λουθα. Ο κύριος Δημήτρειος Ιωάννου Σακάτη έχον θηγατέρα εις ώραν γάμου ονόματι Στρατιγούλα θέλη να μνηστεύοη αυτήν με¬τά του Ευστρατίου Ιωάννου Χρησούλη και προσφέροι ως προίκα της θυγατρός του τα εξής εν πρώτοις την οικίαν ην περ θα εκτε¬λέσει πλησείον της οικίας ην περ κατοικώ θα εκτελεσθή δε οι οικία πέτρινη με κεραμύδια και με όλην την απαιτουμένην τάξιν. έπι¬πλα οικιακά μεσάλια, 50 κρεβατοστρόσια δύο αρματομένα, καρπέταις δύο, φορεσιαίς 10, δυσάκια 2, τροβάδες 3, σακούλαις 2. εν καζάνη, εν σινή, εν ταψή. τζεντερέδες 2. εν σεντούκη μίαν σεντούκα, δύο βητίναις, η μία μικρή, εν σαχάνη, κι εν λεγκέρη, της εξοχής κτήματα το εις κάπριν το Ντάμιον και το χωράφιον να εκτίνεται έως το δένδρον του Σπύρου Βουλέλη το προικισμένον μέρος. Το εις κατρακοίλαν το ήμιση τιθέμενον εις την αρέσκειαν του Γαμβρού, το εις Τιμινίτην ελαιώκτημα ολόκληρον πλησείον τη; Μειταξουτής Ευστρ. Λποστολέλη και Παναγιότου Λρμουτέλη δημοσίου δρόμου και Ευστατίου Πανσελίνου. το εις λιβάδια ολό¬κληρον πλησείον εις Μιταξουτήν Ευστρ. Αποστολέλη δημοσίου δρόμου και Αντωνίου Σταυράκη, μία προβατίνα, πέντε μιτζίτια αργυ¬ρά. Ο Ευστράτιος Ιωάννου Χρησούλη παραδέχεται την συμφονίαν ταύτην και υπόσχεται ότι μέχρι της εποχής του γάμου θέλη τιρείση τα καθήκοντα του καλού μνιστίρος και όταν λάβη την προίκαν θα έχη μεν αυτήν υπό την διαχίρισιν του αλλά θα φιλάτη ως ιεράν υπό την αναπαλοτρίωτον κυριότητα της μελούσης συζήγου του εξ αμοιβαίας συγκαταθέσεος οι γάμοι τελεσθήσονται μετά εξαμήνου.
Εάν το έτερον μέρος θελίση και αποφασίση να ακηρώση τον αρ¬ραβώνα οφείλη να πληρόση το έτερο πρόστιμον μετζίτια αργυρά εκατόν πεντήκοντα αριθ 150 οι προικοίζονταις υποχρεούνται να μεταβιβάσωσι προ της εποχής του γάμου τα κτήματα εις ένομα της μελονύμφου οι δε μνιστίρες αμφότεροι υπόσχονται ότη δια πάσαν είτε προτού γά¬μου, είτε μετά του γάμου «ου μη γένοιτο» αμφισβίτισης ή διαφοράν αφορόσα την δικαιοδοσίαν της Μητροπόλεως δικαζούσης κατά τα εκλησιαστικά νόμιμα και τα επιτόπια έθιμα επί πάση εγένετο το πα¬ρόν εις δειπλουν και αναγνοσθεις επι τον συμβαλομενον υπεγράφη παρ αυτού παρά των μαρτίρων και παρ' εμού και εδώθη ανά εν επ: τον Συμβαλομένων.

Τη 9 Ιουναρίου 1895


Εγώ ο Δημήτριος Ι. Σακάτη μετά της σχζίγου μου Λνεστασία επιβεβιούμεν τα άνοθεν και ος αγράματοι υπογραφόμεθα δια +. Ιωάννου Λναγνώστου ημής δε σταυροπιούμεν ++. Ευστράτιος Ι. Χρησούλη παραδέχομαι την συμφονίαν ταύτην και δια Χ.


Εγώ η Στρατηγού/Λ Δ. Ιοκίννου Σακάτη παραδέχομε τα άνοθεν και ος αγράματος κατά Ηπογράφομε δια χερός Χαράλαμπος Ευ. Βολέλη εγώ Σταυρό στο ++.


Οι Λημιγεροντίαις Εφημέριος


Στυλιανός Στάμου Παπα Ιωάννης


Ο ΑΡΑΒΩΝΑΣ


Ο αρραβώνας είναι αναπόσπαστο μέρος της όλης διαδικασίας του γάμου.
Η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό ērābōn, που σημαίνει “ενέχυρο, εγγύηση” και εισήλθε στην Ελληνική κοινωνία -Ελληνική γλώσσα από τις εμπορικές σχέσεις με τους Φοίνικες. Παλιότερα ο αρραβώνας είχε σκοπό την  πνευματική αλληλογνωριμία του ζευγαριού. 


Οι επίσημοι αρραβώνες γίνονται 15 με 20 μέρες μετά την πρώτη προσέγγιση και συμφωνία των δυο οικογενειών και αφού βέβαια συμφωνήσουν σε όλα τα σχετικά με τις προίκες και επισημοποιηθούν τα συμφωνηθέντα με την υπογραφή του ανάλογου προικοσυμφώνου. Ορίζεται η επίσημη μέρα για την επίσημη τελετή του αρραβώνα, συνήθως γίνεται Κυριακή και ξεκινούν οι τελετουργικές διαδικασίες σύμφωνα με απαράβατο συνήθως τυπικό.
Στο καλοστολισμένο τώρα και καλοστρωμένο σπίτι της νύφης, διαφορετικά θα εισπράξει αρνητικά σχόλια,  καταφτάνουν συγγενείς, γείτονες και φίλοι για να μπουν οι βέρες (βιργέτις) και να γιορτάσουν όλοι μαζί το γεγονός.
 Το τραπέζι είναι στρωμένο με ένα λευκό, κολλαρισμένο  – χασιδένιου- , τραπεζομάντηλο και πάνω σ’ αυτό,  υπάρχουν μέσα σε καλαίσθητο δίσκο κουφέτα,  οι βέρες και παραδίπλα ένα εικόνισμα, εικόνισμα της Παναγίας ή του προστάτη Αγίου. Έρχεται και ο παπάς, διαβάζει μια ευχή, ψάλλονται τα απολυτίκια των αγίων των οποίων τα ονόματα φέρουν οι δυο νέοι και στη συνέχεια ένα μικρό κοριτσάκι του οποίου ζουν και οι δυο γονείς, σταυρώνει στο εικόνισμα τις βέρες και βάζει τις βέρες στο ζευγάρι αφού δώσει ένα γερό μπάτσο στο γαμπρό. Το χαστούκι είναι προειδοποιητικό για το γαμπρό,  για τις δυσκολίες του γάμου και για τα ζόρια του έγγαμου βίου, ώστε πονώντας αυτός τώρα να φροντίσει να μην πονέσει αργότερα τη νύφη.
Οι βέρες αποτελούν μία πολύ παλιά παράδοση και είναι ένδειξη αφοσίωσης του ενός προς τον άλλο ενώ το κυκλικό σχήμα τους συμβολίζει την αέναη αιώνια αγάπη. Στο εσωτερικό των βερών γράφεται το όνομα του καθενός στη βέρα του άλλου και η ημερομηνία τέλεσης του αρραβώνα. Τούτες παραμένουν στο αριστερό χέρι μέχρι την ημέρα του γάμου. Κατά την διάρκεια της τελετής του γάμου ο παπάς θα βάλει τη βέρες στο δεξί χέρι του γαμπρού και της νύφης όπου συνήθως παραμένουν.
ΤΟ ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΡΕΚΙ ΤΩΝ ΑΡΡΑΒΩΝΩΝ
Ακολουθεί το φαγοπότι. Στο τραπέζι τα απαραίτητα γιαπράκια, τα «πταρέλια», (κεφτεδάκια), ψητά κρέατα, κυρίως αρνιά και το απαραίτητο πατροπαράδοτο «κισκέτς».
Το κισκέτς είναι σιτάρι φουσκωμένο στο νερό, στεγνωμένο στον ήλιο, ξεφλουδισμένο στις ειδικές για τούτη τη δουλειά μυλόπετρες. Κατόπιν βράζεται σε μεγάλο μπακιρένιο και γανωμένο καζάνι σε φωτιά με ξύλα και μόλις πάρει τη βράση του και το ξαφρίσουν αρχίζουν να προσθέτουν σ’ αυτό ζουμί από τα κρέατα που βράζουν παραδίπλα σε άλλο καζάνι. Μέσα στο σιτάρι που βράζει πλέον με το ζουμί των κρεάτων δεν μπαίνει ούτε σταγόνα νερό γιατί θα ξινίσει. Αφού βράσει καλά το σιτάρι προσθέτονται και τα ξεκοκκαλιασμένα κρέατα και ανεμίζεται καλά όλο το μίγμα με ειδικά ξύλα μέχρι να γίνει «αλοιφή». Αυτό το παραδοσιακό φαγητό είναι ευρέως διαδεδομένο και σήμερα σε γάμους, σε πανηγύρια, βαπτίσεις και σε όλες τις επίσημες τελετές.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΑΜΥΓΔΑΛΩΤΑ ΛΕΣΒΟΥ
Η νύφη έφτιαχνε και δώριζε για τον επίσημο αρραβώνα της ένα σνι ( μπακιρένιο και γανωμένο ταψί) μπακλαβού, με πολλά φύλλα, στην πεθερά, διάφορα άλλα δώρα για την πεθερά και τον πεθερό και μια μαξιλάρα στον γαμπρό. Στη μαξιλάρα αυτή θα κοιμάται από δω και πέρα ο γαμπρός για να τη βλέπει στον ύπνο του και να τη σκέφτεται συνεχώς.
Η ΜΠΑΚΛΑΒΟΥ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΗ
Με τη  μπακλαβού η πεθερά θα κεράσει συγγενείς και φίλους, γειτόνους και θα καυχηθεί πόσο προκομμένη είναι η νύφη της και τα συμπεθεριά της.
Τη μπακλαβού σήμερα συνοδεύει το τσουρέκι, γλυκά του κουταλιού, ποτά και λουλούδια.
Η πεθερά με τη σειρά της  κρέμαζε στο λαιμό της νύφης τα «κρεμασίδια». Χρυσά τούρκικα φλουριά, λίρες, πεντόλιρα και διάφορα άλλα χρυσαφικά. Χρυσαφικά έβαζαν στη νύφη επίσης ο  γαμπρός ο πεθερός, οι κουνιάδοι και οι κουνιάδες και άλλου στενοί συγγενείς.  Κάποια χρυσαφικά δίνονταν στο γαμπρό και απ΄ τη μεριά της νύφης. Στην περίπτωση που δε γινόταν ο γάμος τα χρυσαφικά επιστρέφονταν και απ’ τις δυο μεριές.
Αφού τελειώνανε και με την ανταλλαγή των δώρων άρχιζε το φαγοπότι και ο χορός με  τη μουσική που ερχότανε στο σπίτι.  Σε περίπτωση οικονομικής δυσχέρειας τη μουσική κάλυψη του γλεντιού ανελάμβαναν κοπέλες με το τραγούδι τους  παίζοντας «το ταψί». Τραγουδούσαν δηλαδή χτυπώντας ρυθμικά με το χέρι τους ή με κάποιο σκεύος ένα ταψί. Το χορό ανοίγουν πρώτοι ο γαμπρός με τη νύφη και κατόπιν οι συμπεθέροι που κάνουν και «του κόλμα», κολλώντας σαν πληρωμή,  στα μέτωπα των μουσικάντιδων χαρτονομίσματα, για να παίζουν κι αυτοί με όρεξη και με κέφι. Τα τραγούδια είναι γνωστά παραδοσιακά γαμήλια, κληρονομημένα από την ντόπια παράδοση αλλά και αυτοσχέδιες εκείνης της στιγμής ρύμες που τις τραγουδά ένας και ακολουθούν όλοι οι άλλοι.  
Κατά την περίοδο του αρραβώνα, μπαίνοντας η Μεγάλη Σαρακοστή, η νύφη έπρεπε να πάει στην πεθερά της τα «τριμεριάτικα» για τις τρεις πρώτες μέρες της Σαρακοστής και της Καθαρής εβδομάδας. Τα «τριμεριάτικα» είναι ψωμί, «αφρόπτα» όπως την έλεγαν, μπαλιζές (νισεστές – άμυλο αραβοσίτου- βρασμένος με νερό και ζάχαρι), «κουσάφ», (είδος κομπόστας με βρασμένες  κυρίως σταφίδες κομμάτια κυδώνι και κανέλα), «ριτσέλ» (γλυκό κολοκύθι με βράσμα ), «βράσμα- πιτμέζ» (παχύρευστο ζουμί από βρασμένα σύκα).






























Ο  ΓΑΜΟΣ
Φτάσαμε πλέον στις μέρες του Γάμου.
Τα κοντέματα, οι συμφωνίες, οι αρραβώνες με όλα τους τα τελετουργικά φτάνουν στο τελικό τους στάδιο. Έφτασε πλέον η ώρα των γάμων.
Ο Γάμος κατά κανόνα σχεδόν απαραβίαστο γίνεται Κυριακή και σύμφωνα με τα προσυμφωνημένα. Προϋπόθεση, να μην ξημερώνει μέρα μνήμης μεγάλου αγίου, ούτε βέβαια και να ξημερώνει μέρα νηστείας, το οποίο βέβαια σιγά- σιγά εγκαταλείφθηκε. Γνωρίζουμε περίπτωση κατά την οποία έτυχε γάμος τη μέρα της μνήμης της Αποτομής της κεφαλής του Τ. Προδρόμου 29η Αυγούστου και πανήγυρη της ενορίας, κατά την οποία περίμεναν να αλλάξει η μέρα και να ξημερώσει η 30η Αυγούστου για να γίνει ο γάμος.  Φυσικά έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί όλες οι προεργασίες,  μεταξύ δε των συμπεθερικών να μην υπάρχει καμιά εκκρεμότητα από τα προσυμφωνηθέντα ή διαφωνία για τα προικιά Επίσης έχουν υπογραφεί τα προικοσύμφωνα, η νύφη έχει ολοκληρώσει τα προικιά της, το δε καινούριο, νεόκτιστο ή ανακαινισμένο σπίτι είναι έτοιμο για να υποδεχτεί το καινούριο ζευγάρι.

Ο γάμος και η προετοιμασία του ακολουθεί ένα αυστηρό και απαράβατο τυπικό του οποίου η τήρηση αποτελούν κανόνα τιμής και αξιοπρέπειας της οικογένειας.

Πριν φτάσουμε λοιπόν στο μυστήριο προηγείται η εβδομάδα της προετοιμασίας και του προκαταρκτικού εθιμοτυπικού τελετουργικού.
Την Τετάρτη – Πέμπτη ζυμώνονται τα «κλίτσα». Μικρά στρογγυλά ψωμάκια με μπόλικο σουσάμι που μοιράζονται στο χωριό, κατά κάποιο τρόπο σαν πρόσκληση, για να ενημερώσουμε και να καλέσουμε στο γάμο όποιον θέλουμε. Δε λείπουν βέβαια και τα προσκλητήρια, τα οποία δειλά – δειλά εμφανίζονται.
Σήμερα τα «κλίτσα» δεν έχουν καταργηθεί – κανένας γάμος δεν γίνεται χωρίς να μοιραστούν - αλλά συνυπάρχουν μαζί με τις μπομπονιέρες και τα έντυπα προσκλητήρια. Στον προσκαλεσμένο δημιουργείται και η υποχρέωση της προσφοράς δώρου, (νεότερη βέβαια συνήθεια), στο ζευγάρι και το οποίο θα σταλεί στο σπίτι τις παραμονές του γάμου, με ένα καρτελάκι κολλημένο πάνω του, με το όνομα του αποστολέα. Τα δώρα κυρίως ήτανε σκεύη οικιακά για να τα χρησιμοποιήσει το ζευγάρι στο καινούριο του σπίτι.
Την ίδια μέρα που ζυμώνονται και ψήνονται - είτε σε ιδιωτικούς είτε στους κοινόχρηστους φούρνους του χωριού τα «κλίτσια» ένα από αυτά – το πιο μεγάλο - προορίζεται για να κοπεί μέσα ή απ’ έξω από το παλαιότερο πέτρινο κτίριο του χωριού. Τούτο είναι ένας παλιός πύργος, που σε αντιδιαστολή με έναν άλλον που δεν υπάρχει σήμερα και βρισκότανε υψομετρικά σε χαμηλότερη θέση απ’  αυτόν  στην περιοχή «Κατάπυργος – Κάτω πύργος» -  ονομάζεται «Πάνω πύργος» και σωζόμενο σήμερα ανήκει στην οικογένεια Παλαιολόγου Καρδάτου. Τους πύργους αυτούς χρησιμοποιούσαν σαν παρατηρητήρια για σκοπιά και ενημέρωση - φύλαξη των κατοίκων του χωριού στα χρόνια των πειρατών. Το τελετουργικό αυτό γίνεται για να μεταδώσει τη δύναμή του ο πύργος στο ζευγάρι ώστε κι αυτό να είναι γερό και να παλιώσει όσο και  ’κείνος. Το έθιμο τούτο διατηρείται και στις μέρες μας. Τα κομμάτια από το «κλιτς» που κόβεται μοιράζονται στα παλικάρια και τις κοπέλες για να παντρευτούν γρήγορα κι αυτοί.
Τις αμέσως επόμενες ημέρες Πέμπτη – Παρασκευή τα παλικάρια θα μεταφέρουν στα χέρια ή πάνω σε στολισμένα άλογα τα προικιά του γαμπρού τα οποία και τακτοποιούνται - τοποθετούνται επιδεικτικά - στο σπίτι της νύφης σε μεσάντρες – ντουλάπες και σε άλλα επιδεικτικά μέρη του σπιτιού.
Στο γαμπρό έδινε η μητέρα του τα πιο βασικά πράγματα,  στρώμα, καρπέτες, (κουρελούδες), χράμια, μάλλινα σεντόνια υφαντά στον αργαλειό, τα απαραίτητα για το σπίτι. Στο σπίτι της νύφης, όλα αυτά τα προικιά του γαμπρού τοποθετούνται σε ειδικό μέρος, και επιδεικνύονται στους καλεσμένους. Την Παρασκευή επίσης ο γαμπρός μαζί με το κουβάλημα της προίκας, στο σπίτι της νύφης, θα φροντίσει και για το κουβάλημα ξύλων σ’ ένα «μπαγίρ», ξέφωτο, για την τελετή του «κνα» το Σαββατόβραδο.
Το Σαββάτο από πολύ νωρίς συνεχίζονται οι προετοιμασίες, η τακτοποίηση του σπιτιού και  των προικιών της νύφης απ’ τις κοπέλες και φιλενάδες της νύφης. Αυτά θα επιδειχθούν με περίσσιο καμάρι σε κάθε ένα επισκέπτη - και θα παρελάσει από κει όλο το χωριό και όχι μόνο - , ο οποίος θα περάσει απ’ το σπίτι μέχρι και την ώρα του γάμου, την Κυριακή το απόγευμα, για να δώσει τα συχαρίκια του και της ευχές του. Όλοι θα περάσουν, θα δουν, θα σχολιάσουν, θα κρίνουν, θα επικρίνουν, θα κατακρίνουν. Της νύφης, ανάλογα με το πώς θα δουν το σπίτι και τα προικιά της, θα της κρεμαστεί η ταμπέλα της προκομμένης ή της τεμπέλας. Και είχανε πολλά πράγματα για να δουν και να θαυμάσουν. Σε περίοπτη θέση βρίσκονταν τα «παραμάτσα», είδος υφαντού το οποίο ύφαιναν ένα παρά ένα μάτι και έτσι σχημάτιζαν στα υφαντά τους σταυρούς καρύδες και ότι άλλο έφτιαχνε η φαντασία τους.
Στόλιζαν λοιπόν οι κοπέλες τα προικιά του γαμπρού και της νύφης του καθενός σε χωριστή μεριά και με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνονται όλα και να μπορούν να ελεγχθούν από όλους. Μάλιστα το θεωρούσαν και καλότυχο οι επισκέπτες να κλέψουν κάτι, έστω και μια πετσέτα, απ’ τα προικιά της νύφης. Αυτό το γαμήλιο «κλέψιμο» το συνήθιζαν κυρίως οι ανύπαντρες κοπέλες για να «κολλήσουν» κι αυτές απ’ την τύχη της νύφης και να παντρευτούν γρήγορα.